προσαναγιγνωσκω

προσαναγιγνωσκω
    προσαναγιγνώσκω
    προσ-αναγιγνώσκω
    еще читать
    

(τι Aeschin.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "προσαναγιγνωσκω" в других словарях:

  • προσαναγιγνώσκω — Α [ἀναγιγνώσκω] διαβάζω επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • προσαναγινωσκομένου — προσαναγιγνώσκω read besides pres part mp masc/neut gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναγνῶναι — προσαναγιγνώσκω read besides aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναγνόντες — προσαναγιγνώσκω read besides aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσανεγνωκόσιν — προσαναγιγνώσκω read besides perf part act masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσανεγνώσθη — προσαναγιγνώσκω read besides aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσανέγνω — προσαναγιγνώσκω read besides aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»